Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κώπῃς ἐ

См. также в других словарях:

  • κωπῆς — κωπάω pres ind act 2nd sg (doric) κωπάω pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) κωπέω furnish with oars pres ind act 2nd sg (doric) κωπεύς pieces of wood fit for making oars masc nom pl κωπεύς pieces of wood fit for making oars masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώπης — κώπη handle fem gen sg (attic epic ionic) κωπάω pres ind act 2nd sg κωπάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έννιον — ἔννιον, το (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κώπης μέρος τὸ ἐπὶ τοῡ σκαλμοῡ ἔνδον ἐν τῇ νηΐ» …   Dictionary of Greek

  • επιψαύω — (AM ἐπιψαύω) [ψαύω] αγγίζω ελαφρά την επιφάνεια, αγγίζω ελαφρά («oὔτ΄ ἄρ’ ἐπιψαύων σάκεος», Ησίοδ.) || αρχ. μσν. (για γεγονότα ή ενέργεια) κάνω σύντομη μνεία («τὰ δὲ καὶ εἴρηκα αὐτῶν ἐπιψαύσας», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με γεν.) απλώνω το χέρι και πιάνω… …   Dictionary of Greek

  • κέλης — ο (ΑΜ κέλης, Α δωρ. τ. κέληξ) άλογο ιππασίας νεοελλ. ναυτ. ελαφρά, επιμήκης και ταχεία κωπήλατη λέμβος στην οποία οι ερέτες κάθονται αντίθετα προς την πλευρά κίνησης τού φτερού τής κώπης, αλλ. φαλαινίς αρχ. 1. (συχνά στην επικεφαλίδα ωδών τού… …   Dictionary of Greek

  • κωπεύς — κωπεύς, έως, ὁ (Α) [κώπη] (μόνο στον πληθ.) κωπέες και (αττ. τ.) κωπῆς πλατιά ξύλα κατάλληλα για την κατασκευή κουπιών …   Dictionary of Greek

  • μόθουρα — μόθουρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαβή κώπης» …   Dictionary of Greek

  • ρόθιος — ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, άδος, Α [ῥόθος] 1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ. β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ. γ. «εὐθὺς δὲ κώπης… …   Dictionary of Greek

  • χηραμός — και χαραμός και χειραμός και χηλαμός, ὁ, πληθ. και ετερογενής τ. χηραμά, τὰ, Α 1. τρύπα, κοιλότητα, κοίλωμα, κουφάλα («σφῆκας δαφοινοὺς χηραμῶν ἀνειρύσας», Λυκόφρ.) 2. η λαβή τού ξίφους («εἰς τὸν χηραμὸν τῆς κώπης ἀνέδραμε, μόνην δὲ καταλείπει… …   Dictionary of Greek

  • όκνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»